- ον
- το (Α ὄν)1. αυτό που πραγματικά υπάρχει, καθετί που έχει υπόσταση, ζωή2. (η δοτ. ως επίρρ.) τῶ ὄντι και τωόντι και τώντιςπραγματικά, αληθινάνεοελλ.1. ο άνθρωπος2. (φιλοσ.) καθετί το οποίο υπάρχει καθ' εαυτό, που έχει απόλυτη και καθαρή ύπαρξη χωρίς προσδιοριστικές ιδιότητες, το Είναι3. φρ. α) «το όντως ον» και «το υπέρτατο ον» — ο θεόςβ) «εκ τού μη όντος» — από το τίποτεαρχ.στον πληθ. τὰ ὄντα και επικ. τ. ἐόνταα) αυτά τα οποία υπάρχουν στο παρόν σε αντιδιαστολή προς τα παρελθόντα ή τα μελλοντικάβ) τα υπάρχοντα, η περιουσία («μικρὰ κεκτημένους τών πολιτῶν τὰ ὄντα ἁπολλύντας», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τής μτχ. ὤν, οὖσα, ὄν τού εἰμί].
Dictionary of Greek. 2013.